Στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Αμνηστίας ανάμεσα σε άλλα διαβάζουμε και τα εξής:
«[…] Βασικές αξίες μας η αλληλεγγύη σε παγκόσμιο επίπεδο, η αμεροληψία και η διαφάνεια, η δημοκρατία και ο αμοιβαίος σεβασμός. […] Η Διεθνής Αμνηστία αναλαμβάνει δράση για τον τερματισμό των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η σωματική και ψυχική ακεραιότητα, η ελευθερία της έκφρασης και της συνείδησης, η ελευθερία από διακρίσεις. Η δράση μας περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ φάσμα θεμάτων. Υπερασπιζόμαστε τους κρατούμενους της συνείδησης, της βίας, αλλά και της φτώχειας. Αγωνιζόμαστε για τον τερματισμό της βίας κατά των γυναικών, την κατάργηση της θανατικής ποινής, των βασανιστηρίων και του περιορισμού των ελευθεριών στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας.» Για την καταπολέμηση των διακρίσεων που υφίστανται οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι μειονότητες, αλλά και οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.»
Πρόθεσή μας δεν είναι να τοποθετηθούμε πολιτικά (όχι γιατί μας είναι αδιάφορο, αλλά γιατί δεν υπηρετεί τη σκοπιμότητα του παρόντος κειμένου) πάνω στην φυσιογνωμία, τους στόχους και το έργο που παράγει η συγκεκριμένη ΜΚΟ. Αυτό στο οποίο εστιάζουμε είναι η επιχειρηματική της πλευρά. Στο πεδίο αυτό αναγνωρίζουμε εργασιακές σχέσεις που και εμείς βιώνουμε ως εργαζόμενοι/ες σε διάφορα τμήματα της καπιταλιστικής παραγωγής (κυρίως μάλιστα του ιδιωτικού τομέα). Επομένως η θέση μας ως εργαζόμενοι είναι αυτή που μας υπαγορεύει την αλληλεγγύη προς την πρόσφατα απολυμένη Χρύσα Μ.
Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, πρόκειται για υπόθεση που αφορά το εργατικό δυναμικό που υλοποιεί το στόχο της Δ.Α. περί οικονομικής αυτονομίας. Μιλάμε δηλαδή για ανθρώπους που βιοπορίζονται μέσω της συγκεκριμένης εργασιακής συνθήκης και όχι για εθελοντές. Ειδικότερα, αναφερόμαστε στον τομέα εκείνο που έχει ως στόχο να βρει οικονομικούς υποστηρικτές του έργου της Δ.Α. Πρόκειται για μια απαιτητική, δύσκολη και επαναληπτική δουλειά. Είναι τα «παιδιά» που μας προσεγγίζουν στο δρόμο, και η ομάδα του γραφείου που επεξεργάζεται τις αιτήσεις των υποστηρικτών, στην οποία ανήκε μέχρι πρότινος και η Χρύσα Μ. Μολονότι νευραλγικός τομέας για την λειτουργία οποιασδήποτε ΜΚΟ, οι εργαζόμενοι αυτοί αποτελούν και το πιο υποβαθμισμένο κομμάτι του εργατικού δυναμικού τους. Είναι χαμηλά αμειβόμενοι, στο παρελθόν ανασφάλιστοι, σε συνθήκες που μπορούν να χαρακτηριστούν «γκρι». Δούλευαν συχνά με συμβάσεις έργου, ενώ η σχέση τους με την οργάνωση ήταν εξαρτημένη (ύπαρξη ωραρίου, συγκεκριμένου χώρου εργασία, προϊσταμένου κλπ). Οι παράπλευρες απώλειες, όπως όλοι γνωρίζουμε, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι οι προβλεπόμενες οποιασδήποτε επισφαλούς εργασίας (απουσία πληρωμένων αδειών και αργιών, μη καταβαλλόμενα δώρα κλπ.).Συγκεκριμένα η Δ.Α. μετά από πιέσεις των εργαζομένων ναι μεν προχώρησε στη σύναψη συμβάσεων εργασίας όπως όφειλε να είχε κάνει πολύ νωρίτερα, επί της ουσίας όμως ποτέ δεν αποδόθηκαν στους εργαζόμενους ένσημα και δεδουλευμένα από την περίοδο της "γκρι"εργασίας τους. Τελικά στο σκηνικό της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης οι χαμηλότεροι στην ιεραρχία, οι αντικειμενικά πιο αδύναμοι, γίνονται ολοένα και πιο αναλώσιμοι. Η εργοδοσία, επικαλούμενη την «κρίση», καταπατεί διαρκώς βασικά εργασιακά δικαιώματα, απαιτεί την αύξηση της παραγωγικότητας με ταυτόχρονη μείωση ωραρίου εντατικοποιώντας έτσι την ίδια την εργασία (δεν είναι ούτε ευχάριστο, ούτε «ανθρώπινο» να πρέπει ο ίδιος όγκος δουλειάς να βγαίνει σε ολοένα και λιγότερες ώρες).
Αναρωτιόμαστε κατά πόσο μια οργάνωση, «υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που δημόσια υιοθετεί σε καμπάνια της το «Οι διακρίσεις γίνονται δίπλα μας. Ας τις τερματίσουμε», στο εσωτερικό της μπορεί να εφαρμόζει τις τακτικές οποιασδήποτε «σκληρής» καπιταλιστικής επιχείρησης. Η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν αποτελεί γενικόλογη εικασία.
“Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και οι Οργανώσεις που αναφέρονται σε αυτά δεν ανέχονται ούτε διαπλοκές, ούτε ζυμώσεις και πυροτεχνήματα κακού συνδικαλισμού. […] Στα πλαίσια της πανταχού οικονομικής κρίσης και σε Παγκόσμιο επίπεδο, καλώς ή κακώς θα επιβιώσουν ΜΟΝΟ οι έχοντες σύνεση και διάθεση για συνεργασία. Όσοι δεν ανταποκρίνονται στα παραπάνω απλά, μόνοι τους μια μέρα θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες. Είναι αποδεδειγμένο ότι κινήσεις και δράσεις του παρελθόντος που εκφράζονται με μικροπολιτικές, απλά ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΤΟ ΚΕΝΟ.”
Αν θέλαμε να σας προκαλέσουμε σε παιχνίδι πολλαπλών επιλογών θα μπορούσαμε να σας δώσουμε ως εναλλακτικές πηγές του παραπάνω κειμένου, δήλωση του ΣΕΒ, εσωτερικό paper μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας, απάντηση μάνατζερ της Coca Cola σε συνάντηση με εκπροσώπους εργαζομένων, και πάει λέγοντας. Για να μη σας παιδεύουμε πρόκειται για απόσπασμα από email της διευθύντριας του ελληνικού τμήματος της Δ.Α., στη διάρκεια των προστριβών που είχε με την απολυμένη και τους άλλους εργαζόμενους.
Δικαιούμαστε λοιπόν να ρωτήσουμε, όπως το οποιοδήποτε αφεντικό μας, εάν έχει επίγνωση του τι σημαίνει να διαβιεί κάποιος με 400 ευρώ το μήνα και εάν η άποψή της περί συνδικαλισμού υπονοεί ότι δεν μπορεί σε μια ΜΚΟ να διατυπώνεται οποιαδήποτε διεκδίκηση, διότι απλά η πάλη των τάξεων τερματίζεται ακριβώς έξω από τα γραφεία της οργάνωσης. Μήπως το επόμενο βήμα είναι η αυτονόητη κατάργηση του ίδιου του συνδικαλισμού; Αν πάλι, επειδή δεν είμαστε κακοπροαίρετοι άνθρωποι, τα παραπάνω δεν αποτελούν συνολικά τακτική της ίδιας της ΜΚΟ, αλλά προϊόντα υπερβάλλοντος ζήλου μιας σκληρής και αποτελεσματικής μάνατζερ που θα την προσλάμβανε η HSBC, τότε ισχύει το κατά τα κοινά λεγόμενο ρητό: «δεν ήξερες, δε ρώταγες».
Το παρόν κείμενο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πρώτου τύπου πληροφόρηση προς τα μέλη του ελληνικού τμήματος της Δ.Α., ώστε να γνωρίζουν αυτά που ενδεχομένως, ως ασήμαντα, η διεύθυνση ποτέ δεν θα τους δημοσιοποιούσε. Θεωρούμε αυτονόητο ότι πρέπει να ανοίξει στο εσωτερικό της Δ.Α. η συζήτηση που αφορά αν τα εργατικά δικαιώματα αποτελούν ή όχι αναπόσπαστο τμήμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη βάση αυτή, το περιεχόμενο της συζήτησης αλλά και η έμπρακτη εφαρμογή των συμπερασμάτων της αναπόφευκτα θα κριθούν δημόσια.
Εις το επανιδείν
Αλληλέγγυοι και Αλληλέγγυες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου