Η κυβέρνηση παραβιάζοντας τις προεκλογικές της υποσχέσεις περί δημιουργίας ισχυρού κρατικού πυλώνα, προχωρά στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Υλοποιώντας τις επιταγές του Δ.Ν.Τ. προχωρά στο ξεπούλημα των κρατικών τραπεζών Αγροτική Τράπεζα, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και στη μείωση της έμμεσης κρατικής συμμετοχής στην Εθνική τράπεζα (αφού τα ασφαλιστικά ταμεία θα αναγκαστούν να εκποιήσουν περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές) μέσω σχεδιαζόμενης συγχώνευσης της με ιδιωτικές τράπεζες.
Ο Σάλλας, με την πρόταση που μόνο αφελείς μπορούν να πιστεύουν ότι δεν είχε τη σιωπηρή έγκριση της κυβέρνησης, επιδιώκει να αγοράσει την ΑΤΕ (370 εκ.) & το ΤΤ (331 εκ.) με χρήματα που έχει δανειστεί από το ελληνικό δημόσιο:
Η τράπεζα Πειραιώς έχει πάρει από το πακέτο στήριξης των τραπεζών 4,6 δις εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, 1,3 ειδικές ομολογίες, 0,37 δις με την έκδοση προνομιούχων μετοχών. Η ΑΤΕ έχει 32,8 δις ενεργητικό, 1,36 δις καθαρή θέση. Η πρόταση του Σάλλα προβλέπει την αγορά των μετοχών προς 0,53 εκάστη σε τιμή μικρότερη και από τη λογιστική τιμή (1,44 ) αλλά και από την ονομαστική τιμή (0,72 ). Επιδιώκει να αγοράσει με 370 εκ. το 77,31% της τράπεζας (και αυτομάτως όλες τις θυγατρικές όπως τη Δωδώνη, την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης) χωρίς να πληρώσει ούτε λεπτό παραπάνω), όταν στις 15/5/2006 πουλήθηκε το 7,18% της τράπεζας προς 325 εκ. (5 κάθε μετοχή) και το Δεκέμβριο του 2000 με τη μετοχοποίηση του 15% εισπράχθηκαν 125,9 εκ. (4,33 προσαρμοσμένη τιμή ανά μετοχή).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο παρελθόν είχε γίνει μία άλλη σκανδαλώδης εκποίηση στην οποία ενεπλάκη και η ΑΤΕ: η ιδιωτικοποίηση της ΕΤΒΑ (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως). Οι μετοχές της Ε.Τ.Β.Α. διατέθηκαν στο επενδυτικό κοινό το Δεκέμβριο του 1999 προς 3.000 δρχ (8,8 ευρώ) έκαστη. Στις 3/2/2000 μεταβιβάστηκαν 16.000.000 μετοχές κυριότητας του ελληνικού δημοσίου στην Α.Τ.Ε. προς 4.000 δρχ. έκαστη (11,73 ευρώ). Τον Οκτώβριο του 2001 σε διαγωνισμό για την πώληση των μετοχών της Ε.Τ.Β.Α. που κατείχε το δημόσιο συμμετείχαν η τράπεζα Πειραιώς και η ΑΤΕ. Αν και η προσφορά της ΑΤΕ ήταν καλύτερη, με παρέμβαση του Χριστοδουλάκη ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε υπέρ της Πειραιώς. ( Όλως τυχαίως ο κ. Σάλλας στη δεκαετία του 1980 υπήρξε Διοικητής της ΕΤΒΑ). Και αυτό καθώς και το ότι η Πειραιώς αγόρασε την μετοχή προς 5,1 ευρώ (κάτω από τη λογιστική τιμή και πολύ κάτω από την τιμή που είχε πληρώσει προ έτους η Α.Τ.Ε.) αποτελούν σκάνδαλο! Επιπλέον, χάρη στο νόμο που είχε ψηφιστεί με σκοπό να δωθούν κίνητρα σε συγχωνεύσεις ώστε να δημιουργηθούν ισχυρές εταιρείες (εθνικοί πρωταθλητές) η τράπεζα Πειραιώς είχε μείωση στους φόρους που κατέβαλε λόγω της απορρόφησης.
Η αναδρομή, επίσης, στο πρόσφατο παρελθόν δείχνει ότι στόχος των κυβερνήσεων και των διοικήσεων ήταν η ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ. Ο πρώην υπουργός οικονομίας Χριστοδουλάκης την περίοδο 2001-2004 προώθησε με συνέπεια την πολιτική εκποίηση του εθνικού πλούτου και μεταφοράς πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Οι δηλώσεις του «Το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων και διαρθρωτικών αλλαγών δεν λήγει ποτέ. Θα συνεχίζεται, θα διευρύνεται και θα επεκτείνεται» (Ελευθεροτυπία 31/10/2001) εξέφραζαν τη φιλοσοφία των κυβερνήσεων Σημίτη: δογματικός και φανατικός φιλελευθερισμός με απέχθεια σε οτιδήποτε μη ιδιωτικό. Στις 12/12/2001 ο Χριστοδουλάκης είχε εκφράσει με σαφήνεια τους στόχους της κυβερνητικής πολιτικής: διάθεση πακέτων μετοχών πέντε θυγατρικών της ΑΤΕ σε στρατηγικούς επενδυτές (Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών, Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, Αγνό, Ροδόπη, ΕΛΒΙΖ), τη μετοχοποίηση το πρώτο εξάμηνο του 2002 των Δωδώνη, ΣΕΚΑΠ και ΑΤΕ Leasing και τη μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου στην Αγροτική από 85% σε 35%. (Βήμα 6/1/2002). Η χαμηλή χρηματιστηριακή τιμή και οι αντιδράσεις δεν επέτρεψαν τότε την ευόδωση του κυβερνητικού σχεδίου, αλλά τώρα με την ένταξη στην κηδεμονία του Δ.Ν.Τ. είναι πιο εύκολο να παρακαμφτούν οι αντιδράσεις.
Ο πρώην διοικητής Λάμπρου (όπως και ο διάδοχός του Μηλιάκος) ήταν κατηγορηματικός στο ότι η ΑΤΕ έπρεπε να απεμπλακεί από τον αγροτικό τομέα και να γίνει μία εμπορική τράπεζα που προφανώς θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. «Θα πουλήσουμε όλες τις εταιρείες που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο της ΑΤΕ, πλην των χρηματοοικονομικών εταιρειών. Μεταξύ αυτών είναι το 70% της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, το 60% της γαλακτοκομικής Δωδώνη, το 40% της καπνοβιομηχανίας ΣΕΚΑΠ, η Αγνό, η βιομηχανία ζωοτροφών ΕΛΒΙΖ και η Μιμίκος.» (Βήμα 5/4/1998).
Βεβαίως, η βαθύτερη αιτία των εξελίξεων (ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, συμπίεση μισθών και μη μισθολογικού κόστους, απελευθέρωση αγορών) οφείλεται στην εσωτερική λογική του καπιταλισμού, στην έμφυτη τάση μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, η οποία περιορίζεται μόνο από τα όρια που θέτει η αγωνιστική στάση των εργαζομένων.
Επιπλέον πέραν του ότι πρόκειται για σκανδαλώδη εκποίηση του εθνικού πλούτου, η ιδιωτικοποίηση ακόμα και σε τιμή που θα ήταν κοντά στην αξία της τράπεζας θα ήταν αρνητική εξέλιξη και για τους πελάτες και για τους εργαζόμενους.
Οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων τονίζουν ότι με αυτό τον τρόπο: μεταφέρονται πόροι από τον μη παραγωγικό δημόσιο τομέα στον παραγωγικό ιδιωτικό, περιορίζεται η διαφθορά, αυξάνει η παραγωγικότητα, αυξάνει ο ανταγωνισμός προς όφελος του καταναλωτή, βελτιώνονται τα δημόσια οικονομικά επειδή το κράτος εισπράττει φόρους από τα κέρδη των δημοσίων επιχειρήσεων και υπάρχουν οφέλη από την τεχνογνωσία των επενδυτών. Συνήθως επικαλούνται παραδείγματα κακοδιαχείρισης, περιφρόνησης του πολίτη, διαπλοκής με ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. χαριστικά δάνεια ΑΤΕ σε ιδιώτες επιχειρηματίες, υπερκέρδη προμηθευτών όπως η ΖΗΜΕΝΣ από τις συμφωνίες με τον ΟΤΕ) και το ότι ένα μέρος του προσωπικού ωφελούμενο από τις πελατειακές σχέσεις με μηχανισμούς εξουσίας υποαπασχολείται και υπεραμοίβεται.
Αυτά όμως δεν συνηγορούν υπέρ της ιδιωτικοποίησης, αλλά της ανάγκης ύπαρξης κοινωνικού ελέγχου. Πέρα από το ότι είναι εσφαλμένο μεθοδολογικά να αξιολογείται μία επιχείρηση αποκλειστικά με το αν είναι κερδοφόρα ή ζημιογόνα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος της σε μακροοικονομικό επίπεδο (σχέσεις με πελάτες, προμηθευτές, επιπτώσεις του αν πάψει να λειτουργεί στην παραγωγή, το εισόδημα και την απασχόληση), η εμπειρία των ιδιωτικοποιήσεων δείχνει ότι για το κοινωνικό σύνολο κατά κανόνα αυξήθηκε το κόστος παροχής υπηρεσιών (αφού σταματά η επιδότηση των τιμών, δεν αυξάνει ο ανταγωνισμός και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν ως κριτήριο τη μεγιστοποίηση του εταιρικού και όχι του κοινωνικού κέρδους). Παρά τα επιχειρήματα των υποστηρικτών των ιδιωτικοποιήσεων ότι οι ιδιωτικοποιήσεις αυξάνουν τον ανταγωνισμό και ρίχνουν τις τιμές, σε κλάδους εντάσεως κεφαλαίου που απαιτούνται πολλές επενδύσεις σε πάγια δημιουργείται ιδιωτικό μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο (όπως συνέβη με την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας).
Η Αγροτική τράπεζα ιδρύθηκε με σκοπό να συμβάλλει στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Οποιοσδήποτε είναι στοιχειωδώς ενημερωμένος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η αγροτική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και το εμπορικό ισοζύγιο στα αγροτικά προϊόντα είναι μονίμως ελλειμματικό ύστερα από το 1981, ενώ προηγουμένως ήταν πλεονασματικό. Η όλο και μεγαλύτερη στήριξη στις δυνάμεις της αγοράς αυξάνει το χάσμα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Επομένως υπάρχει η ανάγκη για τη χάραξη κλαδικής πολιτικής και για την ύπαρξη ενός πιστωτικού ιδρύματος που θα την υλοποιεί.
Όμως, οι αλλαγές που προωθούνται στην Α.Τ.Ε. αποσκοπούν στη μετατροπή της σε εμπορική τράπεζα που έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων, σε βάρος εργαζομένων και πελατών. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να επιδιώξει, όπως όλες οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τη μεγιστοποίηση των εσόδων. Αυτό συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι σε αυτή πρέπει να γίνουν καλοί πωλητές, δηλαδή να μπορούν να πείθουν τους ενδιαφερόμενους με μισές αλήθειες και να πουλάνε τα προϊόντα του ομίλου ακόμα και όταν στην πραγματικότητα είναι σε βάρος των δανειοληπτών, οι οποίοι συχνά υπερχρεώνονται παρασυρόμενοι από το μάρκετινγκ των τραπεζών.
Παράλληλα με τη μεγιστοποίηση των εσόδων πρέπει να επιδιώξει και την ελαχιστοποίηση του κόστους, σημαντικό μέρος του οποίου είναι οι μισθοί. Γι΄ αυτό γίνεται προσπάθεια να μειωθεί το σταθερό κόστος (μισθοί και ασφαλιστικές εισφορές) και να αντικατασταθεί από μπόνους (δηλαδή αμοιβή με το κομμάτι), να γίνουν πιο ευέλικτες οι εργασιακές σχέσεις (π.χ. επινοικιαζόμενοι υπάλληλοι) και ευκολότερες οι απολύσεις. (Με το πρόσφατο νομοσχέδιο ικανοποιήθηκε μία ακόμα απαίτηση των εργοδοτών: για τους εργαζόμενους πάνω από 2 έτη μειώθηκε το ποσό της αποζημίωσης στο μισό και θα καταβάλλεται σε 6 άτοκες δόσεις). Ως προς τους εργαζόμενους θα ελαστικοποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις, με επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, με αύξηση της εντατικοποίησης εργασίας και περιορισμό του εργατικού κόστους μέσω μείωσης μισθών και απολύσεων. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι υπάλληλοι θα πρέπει να ζουν στο άγχος και την ανασφάλεια, να γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να απολυθούν και να προσπαθούν να πιάσουν τους ατομικούς στόχους.
Μία αμιγώς εμπορική τράπεζα δεν έχει κανένα λόγο να μην απολύει τους υπαλλήλους από τους οποίους δεν αποκομίζει ικανοποιητικό κέρδος ή να μην κλείνει καταστήματα μη κερδοφόρα, αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο του κλεισίματος σε μικρές περιοχές. Η ιδιωτική αγροτική τράπεζα θα κλείσει όσα καταστήματα βρίσκονται σε μικρές πόλεις και είναι ζημιογόνα, θα αποβάλλει την όποια κοινωνική ευαισθησία έχει η κρατική ΑΤΕ. Τα επιτόκια των δανείων θα αντανακλούν τον πιστωτικό κίνδυνο, δηλαδή θα είναι υψηλότερα και δυσβάστακτα για τους μικρομεσαίους αγρότες, ενώ θα είναι χαμηλότερα για τους μεγαλοαγρότες. Η λειτουργία με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια συνεπάγεται την εγκατάλειψη των μη κερδοφόρων δραστηριοτήτων. Επιπλέον, χωρίς αναστολές θα κατάσχει τα υποθηκευμένα ακίνητα & οικόπεδα όσων δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω κακής συγκυρίας. Ταυτόχρονα θα συμβάλει στην συγκεντροποίηση της γης σε λίγα χέρια μεγαλοαγροτών ενώ οι μικροί αγρότες θα αναγκαστούνείτε να μεταναστεύσουν είτε να εργαστούν ως μισθωτοί εργάτες στα κτήματα αγροτών επιχειρηματιών.
Με την πλήρη ιδιωτικοποίηση του πιστωτικού συστήματος το κράτος χάνει οποιοδήποτε μοχλό παρέμβασης στην οικονομία, εγκαταλείπει κάθε δυνατότητα άσκησης περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής και αφήνει τη λύση των ζητημάτων αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί πλήρης αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της Ελλάδας και στην αγροτική οικονομία και στη μεταποίηση είναι η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ο διοικητικός καθορισμός επιτοκίων ώστε να ενισχυθούν όσοι κλάδοι κριθεί ότι είναι αναγκαίο και μέτρα προστασίας της εγχώριας παραγωγής. Δεν είναι δυνατόν να μην προτείνεται η άσκηση άλλης πολιτικής επειδή με μέτρα όπως η εθνικοποίηση δεν ανατρέπεται ο καπιταλισμός, διότι αν περάσουν τα μέτρα που περιγράφει το μνημόνιο θα είναι πολύ πιο δύσκολη η πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού!
Τέτοια μέτρα, όμως, δεν είναι δυνατό να ληφθούν όσο η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. και ακόμα περισσότερο της ευρωζώνης, επειδή έρχονται σε σύγκρουση με τους κοινοτικούς κανονισμούς που προβλέπουν πλήρη ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και απαγορεύουν τις επιδοτήσεις.
ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ
ΟΧΙ ΣΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ
ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ
ΚΟΙΝΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΓΩΝΑ ΑΓΡΟΤΩΝ-ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ- ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ
ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
αγωνιστική πρωτοβουλία εργαζομένων στην Αγροτική Τράπεζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου